Jump to content

διοξείδιο του άνθρακα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διοξείδιο του άνθρακα (dioxeídio tou ánthrakan (uncountable)

  1. (chemistry) carbon dioxide
    Οι ιδιότητες του διοξειδίου του άνθρακα
    Oi idiótites tou dioxeidíou tou ánthraka
    The properties of carbon dioxide

Further reading

[edit]