διοξείδιο του άνθρακα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διοξείδιο του άνθρακα | τα | διοξείδια του άνθρακα |
γενική | του | διοξειδίου του άνθρακα | των | διοξειδίων του άνθρακα |
αιτιατική | το | διοξείδιο του άνθρακα | τα | διοξείδια του άνθρακα |
κλητική | διοξείδιο του άνθρακα | διοξείδια του άνθρακα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]διοξείδιο του άνθρακα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- χημική ένωση με τύπο CO2, που αποτελείται από ένα μόριο άνθρακα και δυο μόρια οξυγόνου
- Η καύση κάρβουνου και πετρελαίου παράγει διοξείδιο του άνθρακα.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διοξείδιο του άνθρακα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημικές ενώσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)