ζώο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζώο | τα | ζώα |
γενική | του | ζώου | των | ζώων |
αιτιατική | το | ζώο | τα | ζώα |
κλητική | ζώο | ζώα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζώο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζῷον
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζώο ουδέτερο
- (βιολογία) κάθε έμβιο ον, εκτός από τα φυτά, κάθε οργανισμός με την ικανότητα της κίνησης και της συναίσθησης· Λέγεται κυρίως για θηλαστικά, αλλά αφορά και ψάρια, έντομα και ερπετά
- (μεταφορικά) μειωτικός ή και υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο χωρίς μυαλό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- άζωος
- αναζωογονώ & συγγενικά
- ζωο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ζωο- στο Βικιλεξικό
- -ζωο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ζωο στο Βικιλεξικό
- ολιγόζωος, λιγόζωος
- φιλόζωος
- ωοζωοτοκία
- ωοζωοτόκος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- o βασιλιάς των ζώων: το λιοντάρι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ζώο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζώο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)