Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρόμπερτ Μπάλαρντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρόμπερτ Μπάλαρντ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση30 Ιουνίου 1942 (1942-06-30) (82 ετών)
Ουίτσιτα
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[1]
Εκπαίδευσηδιδάκτωρ φιλοσοφίας
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σάντα Μπάρμπαρα (έως 1965)
Πανεπιστήμιο της Χαβάης στο Μανόα (έως 1966)
Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (1966–1967)
Πανεπιστήμιο του Ρόουντ Άιλαντ (έως 1974)
Πανεπιστήμιο της Χαβάης
Downey High School[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός του ναυτικού
ωκεανογράφος
μη μυθοπλαστικός συγγραφέας
ακαδημαϊκός
γεωλόγος[3]
σκηνοθέτης κινηματογράφου
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο του Ρόουντ Άιλαντ (από 2004)
North American Aviation (1962–1965)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςCommander/Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και Αμερικανικός Στρατός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμακαθηγητής πανεπιστημίου
ΒραβεύσειςΕθνικό Ανθρωπιστικό μετάλλιο των ΗΠΑ (2003)
βραβείο επιστημονικού επιτεύγματος Ουίλιαμ Πρόκτερ (1990)
Kilby International Awards (1994)
Nevada Medal (2011)
Hubbard Medal (1996)
Caird Medal (2002)
The Explorers Club (1995)
Livingstone Medal
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ρόμπερτ Ντουέιν Μπάλαρντ (Robert Duane Ballard, 30 Ιουνίου 1942, Ουιτσίτα, Κάνσας) είναι ωκεανογράφος, γνωστός για την προσφορά του στην υποθαλάσσια αρχαιολογία. Είναι διάσημος για τις ανακαλύψεις των ναυαγίων του Τιτανικού το 1985, του θωρηκτού Μπίσμαρκ το 1989 και του ναυαγίου του αεροπλανοφόρου USS Yorktown το 1998. Η πιο πρόσφατη ανακάλυψη του υπήρξε το ναυάγιο της τορπιλακάτου PT-109 του Τζον Φ. Κένεντι, το 2003 και επισκέφθηκε τους κατοίκους των νήσων Σολομώντα που διέσωσαν το πλήρωμα.

Ο Μπάλαρντ μεγάλωσε στο Πασίφικ Μπητς, στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια. Η μητέρα του ήταν Γερμανικής καταγωγής ενώ ο πατέρας του Βρετανικής[4]. Το πρώιμο ενδιαφέρον του στην υποβρύχια εξερεύνηση φαίνεται πως οφείλεται στην επαφή του με το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα»[5], στο γεγονός ότι μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα στο Σαν Ντιέγκο αλλά και η γοητεία που άσκησαν πάνω του οι αποστολές του βαθυσκάφους Trieste.

Ο Μπάλαρντ ξεκίνησε να δουλεύει στην Ομάδα Ωκεάνιων Συστημάτων του Ανδρέα Ρέχνιτσερ (Andreas Rechnitzer) στη North American Aviation το 1962 όταν ο πατέρας του, Τσετ Μπάλαρντ, αρχιμηχανικός της North American Aviation στο πρόγραμμα των πυραύλων Minuteman, τον βοήθησε να βρει δουλειά μερικής απασχόλησης. Όταν ο Μπάλαρντ πρωτοπήγε στη North American, εργάστηκε με τον Ρέχνιτσερ στην αποτυχημένη πρόταση της North American για την κατασκευή του καταδυόμενου σκάφους Alvin για το Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Γουντς Χολ (Woods Hole Oceanographic Institution).

Το 1965 ο Μπάλαρντ αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σάντα Μπάρμπαρα, με πτυχία στη χημεία και τη γεωλογία. Ενώ ήταν φοιτητής στη Σάντα Μπάρμπαρα, υπήρξε μέλος της αδελφότητας Σίγμα Άλφα Έψιλον και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα Εφέδρων Αξιωματικών του Αμερικανικού Στρατού, όπου του απονεμήθηκε ο βαθμός του αξιωματικού Πληροφοριών του Αμερικανικού Στρατού. Έλαβε το πρώτο μεταπτυχιακό πτυχίο του το 1966 στη γεωφυσική από το Ινστιτούτο Γεωφυσικής του Πανεπιστημίου της Χαβάη, όπου εκπαίδευε δελφίνια και φάλαινες για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Μετά το γάμο του, ο Μπάλαρντ επέστρεψε στην Ομάδα Ωκεάνιων Συστημάτων του Ανδρέα Ρέχνιτσερ στη North American Aviation.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος στη θαλάσσια γεωλογία από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια το 1967 κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό. Κατόπιν αιτήσεώς του ο Μπάλαρντ μετατάχθηκε από τον στρατό στο Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό ως ωκεανογράφος. Το Ναυτικό τοποθέτησε τον Μπάλαρντ ως σύνδεσμο μεταξύ του Γραφείου Ναυτικής Έρευνας και του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου Γουντς Χολ στο Γουντς Χολ της Μασαχουσέτης.

Φεύγοντας από το ναυτικό το 1970, ο Μπάλαρντ συνέχισε να εργάζεται στο Γουντς Χολ, πείθοντας οργανισμούς και ανθρώπους, κυρίως επιστήμονες, να χρηματοδοτήσουν και να χρησιμοποιήσουν το Alvin για υποβρύχια έρευνα. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Μπάλαρντ έλαβε το διδακτορικό του στην θαλάσσια γεωλογία και τη γεωφυσική από το πανεπιστήμιο του Ροντ Άιλαντ (University of Rhode Island).

Η πρώτη κατάδυση του Μπάλαρντ με βαθυσκάφος πραγματοποιήθηκε το 1969 με το βαθυσκάφος Ben Franklin (PX-15), στα ανοικτά των ακτών της Φλόριντα, κατά τη διάρκεια μίας αποστολής του Ινστιτούτου Γουντς Χολ. Το καλοκαίρι του 1970 ο Μπάλαρντ ξεκίνησε τη χαρτογράφηση του κόλπου του Μέιν για τη διδακτορική διατριβή του. Στην προσπάθειά του αυτή χρησιμοποίησε ένα αεροπίστολο, το οποίο έστελνε ωστικά κύματα υποβρύχια ώστε να καθοριστεί η εσωτερική δομή του βυθού, και το βαθυσκάφος Alvin το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την εύρεση και ανάκτηση ενός δείγματος από το υπέδαφος.

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1975, ο Μπάλαρντ συμμετείχε σε μία κοινή Γαλλοαμερικανική αποστολή με την ονομασία «Phere» για την αναζήτηση υδροθερμικών ρηγμάτων πάνω από το Ρήγμα του Ατλαντικού, όμως η αποστολή δεν κατόρθωσε να βρει ενεργά ρήγματα. Μία αποστολή του 1979 κατόρθωσε, με τη βοήθεια μίας συρόμενης κάμερας, να φωτογραφίσει τον βυθό του ωκεανού, διευκολύνοντας τον προσδιορισμό των ρηγμάτων.

Όταν το Alvin επιθεώρησε μία από τις τοποθεσίες των ρηγμάτων, οι επιστήμονες παρατήρησαν μαύρο καπνό να αναδύεται από τα ρήγματα, κάτι το οποίο δεν είχαν παρατηρηθεί στο Ρήγμα των Νήσων Γκαλαπάγκος. Ο Μπάλαρντ και ο γεωφυσικός Ζαν Φρανσετώ καταδύθηκαν με το Alvin την επόμενη μέρα από την ανακάλυψη των ρηγμάτων μαύρου καπνού. Κατόρθωσαν να πάρουν ακριβής μέτρηση θερμοκρασίας από τα ενεργά ρήγματα (το θερμόμετρο στη διάρκεια της προηγούμενης απόπειρας είχε λιώσει), η οποία ήταν της τάξης των 350 βαθμών Κελσίου. Ο Μπάλαρντ και ο Φρανσετώ συνέχισαν την έρευνα για ρήγματα κατά μήκος του Ρήγματος του Ανατολικού Ειρηνικού μεταξύ του 1980 και του 1982.

Ναυτική αρχαιολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ρόμπερτ Μπάλαρντ στο συνέδριο TED 2008

Παρόλο που ο Μπάλαρντ είχε δείξει ενδιαφέρον για τη θάλασσα από νεαρή ηλικία, η εργασία του στο Γουντς Χολ και οι εμπειρίες του από τις καταδύσεις στη Μασαχουσέτη επέτειναν το ενδιαφέρον του για τα ναυάγια και την εξερεύνησή τους. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Ναυτικό βοήθησε στην εξέλιξη μικρών, μη επανδρωμένων βαθυσκαφών τα οποία τοποθετηθούν και να ελεγχθούν από σκάφη επιφανείας και ήταν εξοπλισμένα με φώτα, κάμερες και ρομποτικά άκρα. Από το 1973 ο Μπάλαρντ διέβλεψε πως αυτά μπορούσαν να βοηθήσουν στην αναζήτηση του ναυαγίου του Τιτανικού. Το 1977 πραγματοποίησε την πρώτη απόπειρά του, η οποία όμως ήταν ανεπιτυχής.

Το καλοκαίρι του 1985 ο Μπάλαρντ βρισκόταν επί το Γαλλικού ερευνητικού πλοίου Le Suroît, το οποίο χρησιμοποιούσε το σόναρ έρευνας και διάσωσης πλευρικής σάρωσης ψάχνοντας για το ναυάγιο του Τιτανικού. Όταν το Γαλλικό πλοίο ανακλήθηκε, ο Μπάλαρντ μεταφέρθηκε σε ένα πλοίο από το Γουντς Χολ, το R/V Knorr. Άγνωστο σε πολλούς, αυτό το ταξίδι χρηματοδοτούνταν από το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό ειδικά για μία μυστική αναγνώριση των ναυαγίων δύο πυρηνικών υποβρυχίων του, των USS Scorpion και USS Thresher, τα οποία βυθίστηκαν τη δεκαετία του 1960, και όχι για την αναζήτηση του Τιτανικού. Το 1982, ο Μπάλαρντ είχε προσεγγίσει το Αμερικανικό Ναυτικό σχετικά με το νέο του ρομποτικό βαθυσκάφος, το Argo, και την έρευνά του για τον Τιτανικό[6]. Παρόλα αυτά το Ναυτικό δεν ενδιαφερόταν να επενδύσει πόρους στην έρευνα του υπερωκεάνιου, ενδιαφερόταν όμως να μάθει τι συνέβη στα χαμένα υποβρύχια του, καταλήγοντας ότι το Argo ήταν η καλύτερη πιθανότητα που είχαν για να το πετύχουν[6]. Στη μεταξύ τους συμφωνία το Αμερικανικό ναυτικό συμφώνησε να χρηματοδοτήσει την έρευνα του Μπάλαρντ για τον Τιτανικό μόνο εάν αυτός πρώτος ερευνούσε για τα δύο βυθισμένα υποβρύχια[6], θα εξέταζε την κατάσταση των πυρηνικών τους αντιδραστήρων μετά από τη μακροχρόνια βύθιση τους[6] και κατά πόσο η ραδιοακτινοβολία από τους αντιδραστήρες επηρέαζε το περιβάλλον[6]. Ο Μπάλαρντ θα θέτονταν σε προσωρινή ενεργό υπηρεσία με το ναυτικό, επικεφαλής της έρευνας και εξέτασης των ναυαγίων, και με το πέρας των δύο αυτών αποστολών, χρόνου και χρηματοδότησης επιτρεπόντων, θα ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τους διαθέσιμους πόρους για το κυνήγι του Τιτανικού[7].

Μετά το πέρας της αποστολής τους για το Ναυτικό, το Knorr έφτασε στην περιοχή στις 22 Αυγούστου 1985 και ενεργοποίησε το Argo[8]. Ο Μπάλαρντ και η ομάδα του ανακάλυψαν όταν έψαχναν για τα δύο υποβρύχια ότι κατέρρεαν από τη μεγάλη πίεση[9]. Αυτή η κατάρρευση είχε ως αποτέλεσμα τον διασκορπισμό χιλιάδων συντριμμιών στον βυθό[9]. Ακολουθώντας το μονοπάτι που δημιουργούσαν τα συντρίμμια κάθε υποβρυχίου ο Μπάλαρντ και η ομάδα του οδηγήθηκαν κατευθείαν σε αυτά[9]. Τα μονοπάτια των συντριμμιών κατέστησαν ευκολότερο τον εντοπισμό των υποβρυχίων από μια απευθείας αναζήτηση τους[9]. Ο Μπάλαρντ γνώριζε ήδη ότι ο Τιτανικός επίσης κατέρρευσε από την πίεση του νερού, περίπου με τον ίδιο τρόπο που είχαν καταρρεύσει τα δύο υποβρύχια, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και αυτό θα είχε αφήσει διασκορπισμένα συντρίμμια[9]. Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο ο Μπάλαρντ και η ομάδα του σάρωναν το βυθό ψάχνοντας το μονοπάτι των συντριμμιών του Τιτανικού[8]. Η ομάδα του Μπάλαρντ σε βάρδιες παρακολουθούσε την εικόνα που έστελνε το Argo καθώς ερευνούσε το μονότονο ωκεάνιο βυθό δύο μίλια από την επιφάνεια.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Σεπτεμβρίου 1985 οι παρατηρητές εντόπισαν ανωμαλίες στον κατά τα άλλα ομαλό βυθό. Εκ πρώτης όψεως ήταν λακκούβες, σαν μικροί κρατήρες από προσκρούσεις. Στη συνέχεια εντοπίστηκαν συντρίμμια και η υπόλοιπη ομάδα ξύπνησε. Στη συνέχεια εντοπίστηκε ένας λέβητας και σύντομα βρέθηκε το σκάφος.

Η ομάδα του Μπάλαρντ εξέτασε το εξωτερικό του σκάφους, αξιολογώντας την κατάστασή του και επιβεβαίωσε ότι ο Τιτανικός είχε κοπεί στα δύο, με την πρύμνη να βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από το υπόλοιπο πλοίο. Ο Μπάλαρντ δεν είχε αρκετό χρόνο να εξερευνήσει το σκάφος, καθώς άλλες ερευνητικές ομάδες περίμεναν το Knorr για να το χρησιμοποιήσουν σε διάφορα ερευνητικά προγράμματα, όμως η φήμη του είχε εδραιωθεί. Αρχικά σχεδίαζε να κρατήσει την ακριβή τοποθεσία του Τιτανικού μυστική ώστε να αποτρέψει τυχών τρίτους που θα αναζητούσαν λάφυρα από το ναυάγιο. Ο Μπάλαρντ θεωρούσε το σημείο του ναυαγίου νεκροταφείο και αρνήθηκε να το βεβηλώσει ανασύροντας αντικείμενα από αυτό. Όμως, απευθυνόμενος στο Κογκρέσο λίγο μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μπάλαρντ προέτρεψε τους μελλοντικούς εξερευνητές να αφιερώσουν χρόνο για την ανάκτηση αντικειμένων ώστε να δημιουργηθεί ένα μουσείο.

Στις 12 Ιουλίου 1986 ο Μπάλαρντ και η ομάδα του επέστρεψαν με το ερευνητικό σκάφος Atlantis II για μία πρώτη λεπτομερή εξέταση του ναυαγίου[8]. Αυτή τη φορά ο Μπάλαρντ έφερε μαζί του το βαθυσκάφος Alvin, το οποίο μπορούσε να μεταφέρει ένα μικρό πλήρωμα. Το Alvin συνοδεύονταν από το Jason Junior, ένα μικρό τηλεχειριζόμενο όχημα το οποίο μπορούσε να εισχωρήσει σε μικρά ανοίγματα και να ερευνήσει το εσωτερικό του πλοίου. Παρόλο που η πρώτη κατάδυση, η οποία χρειάστηκε περισσότερες από δύο ώρες για να καταδυθεί στο βάθος του ναυαγίου, αντιμετώπισε τεχνικά προβλήματα, οι επόμενες ήταν επιτυχημένες και είχαν ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός λεπτομερούς φωτογραφικού αρχείου της κατάστασης του ναυαγίου.

Στις 19 Μαΐου 1998 ο Μπάλαρντ ανακάλυψε το ναυάγιο του USS Yorktown, το οποίο βυθίστηκε στη Ναυμαχία του Μίντγουεη. Το ναυάγιο βρέθηκε 3 μίλια (5 χλμ) κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και φωτογραφήθηκε.

Ο Μπάλαρντ ανέλαβε ένα ακόμα πιο παράτολμο εγχείρημα όταν αυτός και η ομάδα του άρχισαν να αναζητούν το γερμανικό θωρηκτό Μπίσμαρκ το 1989. Το σημείο που βυθίστηκε το Μπίσμαρκ ήταν 4.000 πόδια βαθύτερο από από το σημείο της βύθισης του Τιτανικού. Ο Μπάλαρντ προσπάθησε να ξεκαθαρίσει εάν το γερμανικό θωρηκτό βυθίστηκε από τους Βρετανούς ή βυθίστηκε από το ίδιο του το πλήρωμα. Τρεις εβδομάδες μετά την αποστολή ο 21 ετών γιος του Μπάλαρντ, Τοντ, ο οποίος βοήθησε τον πατέρα του στην έρευνα, σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα.

Το 1993 ο Μπάλαρντ ερεύνησε το ναυάγιο του RMS Lusitania στα ανοικτά των Ιρλανδικών ακτών. Το πλοίο χτυπήθηκε από μία τορπίλη, την έκρηξη της οποίας ακολούθησε μία δεύτερη, μεγαλύτερη. Το ναυάγιο μέχρι τότε είχε πληγεί από βόμβες βυθού που έριξε το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, καθιστώντας δύσκολο για τον Μπάλαρντ να προχωρήσει σε λεπτομερή έρευνα. Ο Μπάλαρντ διαπίστωσε ότι οι λέβητες του πλοίου ήταν άθικτοι και υπέθεσε ότι η δεύτερη έκρηξη προκλήθηκε από τη σκόνη του κάρβουνου, άποψη η οποία δέχτηκε έντονη αμφισβήτηση. Ο Μπάλαρντ δεν απέκλεισε ακόμα το ενδεχόμενο κρύο θαλασσινό νερό να ήρθε σε επαφή με το θερμό νερό του συστήματος παραγωγής ατμού του πλοίου.

Μάχη του Γκουανταλκανάλ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπάλαρντ κι η ομάδα του επισκέφθηκαν τα ναυάγια πολλών πλοίων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που βυθίστηκαν στη Μάχη του Γκουανταλκανάλ στον Ειρηνικό. Στο βιβλίο του «Χαμένα Πλοία του Γκουανταλκανάλ» (Lost Ships of Guadalcanal) εντοπίζει και φωτογραφίζει πολλά από τα σκάφη που βυθίστηκαν στο διαβόητο Ironbottom Sound, το στενό μεταξύ της νήσου Γκουανταλκανάλ και των νήσων Φλόριντας στις νήσους Σολομώντα.

Το 2002 το National Geographic Society και ο Μπάλαρντ εντόπισαν ένα πλοίο στις νήσους Σολομώντα χρησιμοποιώντας τηλεκατευθυνόμενα οχήματα. Κατόρθωσαν να εντοπίσουν ένα τορπιλοσωλήνα από το μικρό ναυάγιο της τορπιλακάτου PT-109 του Τζων Φ. Κένεντι η οποία εμβολίστηκε το 1943 από ένα μικρό καταδρομικό στα ανοικτά της νήσου Γκίζο. Η επίσκεψη αποκάλυψε τις ταυτότητες των Μπιούκου Γκάζα και Ερόνι Κουμάνα οι οποίοι βρήκαν το ναυαγισμένο πλήρωμα ψάχνοντας για μέρες με τα κανό τους. Η ανακάλυψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ και την έκδοση ενός βιβλίου, ενώ ο Μπάλαρντ μίλησε για το θέμα στη Βιβλιοθήκη Τζων Φ. Κένεντι το 2005.

Ινστιτούτο Εξερεύνησης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη δεκαετία του 1990 ο Μπάλαρντ ίδρυσε το Ινστιτούτο Εξερεύνησης, το οποίο ειδικεύεται στην υποθαλάσσια αρχαιολογία και γεωλογία. Από το 1999 συνεργάζονται με το Ενυδρείο Μύστικ (Mystic Aquarium) που βρίσκεται στο Μύστικ του Κονέκτικατ και αποτελούν μέρος του μη κερδοσκοπικού Ινστιτούτου Θαλάσσιας Έρευνας (Sea Research Foundation, Inc).

Το 1976 ο Γουίλαρντ Μπάσκομ υποστήριξε ότι τα βαθιά ανοξικά νερά του Εύξεινου Πόντου ήταν πιθανό να είχαν διατηρήσει πλοία της αρχαιότητας εξαιτίας της αδυναμίας των οργανισμών που διαβρώνουν το ξύλο να επιζήσουν σε τέτοιο περιβάλλον. Σε βάθος 150 μέτρων ο Εύξεινος Πόντος περιέχει ανεπαρκές οξυγόνο ώστε να διατηρηθούν οι γνωστές μορφές ζωής.

Αρχικά μια έγκλειστη λίμνη γλυκού νερού ο Εύξεινος Πόντος πλημμύρισε με αλμυρό νερό από τη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του Ολόκαινου. Η εισροή του αλμυρού νερού έπνιξε το γλυκό νερό από κάτω λόγω του ότι μία έλλειψη εσωτερικής κίνησης και μίξης σήμαινε ότι καθόλου γλυκό νερό δεν έφτανε σε μεγάλο βάθος[10], δημιουργώντας ένα μερομικτικό περιβάλλον. Το ανοξικό περιβάλλον, το οποίο είναι εχθρικό για πολλούς βιολογικούς οργανισμούς που καταστρέφουν το ξύλο σε οξυγωνούχα ύδατα, αποτελούσε ιδανικό πεδίο για αρχαιολογική έρευνα μεγάλου βάθους.

Σε μία σειρά αποστολών μία ομάδα θαλάσσιων αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Μπάλαρντ αναγνώρισε αρχαίες ακτογραμμές, κυψέλες γλυκού νερού και βυθισμένες κοιλάδες ποταμών σε βάθος περίπου 100 μέτρων στα ανοικτά των Τουρκικών ακτών του Εύξεινου Πόντου. Η χρονολόγηση με τη μέθοδο του Ραδιενεργού άνθρακα σε υπολείμματα μαλακίων του γλυκού νερού έδειξε την ηλικία τους στα 7.000 χρόνια περίπου.

Η ομάδα ανακάλυψε τρία αρχαία ναυάγια στα δυτικά της πόλης Σινώπης σε βάθος περίπου 100 μέτρων. Τα ναυάγια A και C χρονολογούνται πιθανόν στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο (2ος – 4ος αιώνας μ.Χ.) ενώ το ναυάγιο B χρονολογείται στην Βυζαντινή περίοδο (5ος με 7ος αιώνας μ.Χ.).

Στα ανατολικά της Σινώπης η ομάδα ανακάλυψε ένα εξαιρετικά διατηρημένο ναυάγιο σε βάθος 320 μέτρων, στα βαθιά ανοξικά νερά του Εύξεινου Πόντου. Το κύτος και το φορτίο του σκάφους είναι άθικτα, θαμμένα σε ιζήματα. Οι κατασκευές του καταστρώματος είναι επίσης άθικτες, συμπεριλαμβανομένου ενός καταρτιού το οποίο υψώνεται 11 μέτρα μέσα στο νερό. Η ραδιοχρονολόγηση του ξύλου από το ναυάγιο έδειξε μία χρονική περίοδο μεταξύ του 410 και 520 μ.Χ. Το πλοίο ονομάστηκε από την ομάδα του Μπάλαρντ «Σινώπη D».

Το 2000 ο Μπάλαρντ και η ομάδα του πραγματοποίησαν μία αποστολή η οποία επικεντρώθηκε στην εξερεύνηση του βυθού περίπου 15-30 χλμ δυτικά της Σινώπης και μία επιπλέον μελέτη σε μεγάλο βάθος ανατολικά και βόρεια της χερσονήσου. Η αποστολή τους είχε πολλαπλούς στόχους. Ήθελαν να ανακαλύψουν αν θα μπορούσαν να βρεθούν ίχνη ανθρώπινων καταλυμάτων στα αρχαία βυθισμένα εδάφη, εξέτασαν το βυθό για ναυάγια (όπου βρήκαν τα ναυάγια «Σινώπη A-D»), να επαληθεύσουν τη θεωρία ότι τα ανοξικά ύδατα κάτω των 200 μέτρων μπορούσαν να προστατέψουν τα ναυάγια από την αναμενόμενη βιολογική φθορά από οργανικούς παράγοντες και να βρουν στοιχεία σχετικά με το αρχαίο εμπόριο μεταξύ της Σινώπης και της Κριμαίας, όπως παρουσιαζόταν από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην ξηρά.

Παρόλο που η Σινώπη ήταν το κύριο εμπορικό κέντρο του Εύξεινου Πόντου τα ναυάγια εντοπίστηκαν δυτικά της εμπορικής διαδρομής που υποδείκνυε η παρουσία των σινωπικών κεραμικών στη χερσόνησο της Κριμαίας. Στα ναυάγια A-C βρέθηκαν τμήματα από αμφορείς. Το σχέδιό τους παρέπεμπε στη Σινώπη και διατηρούσαν αρκετά τη μορφή τους στο βυθό. Οι αμφορείς μπορεί να μετέφεραν προϊόντα του Εύξεινου Πόντου όπως ελαιόλαδο, μέλι ή κρασί, όμως το περιεχόμενό τους δεν έγινε γνωστό καθώς δεν ανασύρθηκε κανένας από τα σημεία των ναυαγίων το 2000.

Τα ναυάγια που βρέθηκαν, μέσω της μελέτης των ναυπηγικών τεχνικών των πλοίων, παρείχαν στην ομάδα πολλές πληροφορίες τόσο για τις τεχνολογικές αλλαγές όσο και το εμπόριο που λάμβανε χώρα στον Εύξεινο Πόντο σε μία περίοδο πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής μετάβασης. Οι μελέτες έδειξαν ότι στη Σινώπη κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου είχαν αναπτύξει το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων από το 4.500 π.Χ. Το θαλάσσιο εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο ήταν έντονο στη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας, μεταξύ των 2ου και 7ου αιώνων μ.Χ.[11]. Η εξέταση των τεσσάρων ναυαγίων που βρέθηκαν από τον Μπάλαρντ και την ομάδα του παρέχουν αποδείξεις ότι το θαλάσσιο εμπόριο του Εύξεινου Πόντου ήταν συνδεδεμένο με την διακίνηση των κεραμικών στην ξηρά.

Οι εικόνες από το ναυάγιο A δείχνουν ένα τείχος από αμφορείς, ύψους 2 μέτρων από το βυθό. Οι αμφορείς που βρίσκονταν ψηλότερα στον σωρό έπεσε χωρίς να μετατοπίσει αυτούς που βρίσκονταν σε σειρές από κάτω τους και είναι πιθανόν ότι το πλοίο κάθισε όρθιο στο βυθό, όπου σταδιακά θάφτηκε και γέμισε ιζήματα όσο το εκτεθειμένο ξύλο αλλοιωνόταν από τους μικροοργανισμούς.

Το ναυάγιο B αποτελούνταν από ένα μεγάλο σωρό αμφορέων όμως διαφορετικοί τύποι είναι εμφανείς, καθώς και πολλαπλά ξύλα που προεξέχουν μέσα από το σωρό. Επιπλέον, πέρα από τα σινωπική τεχνοτροπίας αγγεία υπάρχουν αρκετοί αμφορείς παρόμοιοι με αυτούς που ανασκάφτηκαν στο βυζαντινό ναυάγιο της νήσου Πλάτη και χρονολογούνται από τον 5 έως τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.[12].

Το ναυάγιο C αποτελείται από δύο ξεχωριστούς και σχεδόν θαμμένους σωρούς από αμφορείς. Η επίσκεψη της ομάδας στο ναυάγιο ήταν σύντομη και κύριος σκοπός της ήταν να δοκιμάσουν τις μεθόδους έρευνας σε μεγάλα βάθη.

Το ναυάγιο D έδωσε στο Μπάλαρντ και την ομάδα του την ευκαιρία να μελετήσουν την κατασκευή του κύτους του σκάφους κατά την περίοδο της μετάβασης. Όταν παρατηρούσαν στο σόναρ την υπογραφή του ναυαγίου D ένα μακρύ λεπτό κάθετο στίγμα στο βυθό αποδείχθηκε ένα από τα ξύλινα κατάρτια. Στοιχεία που σπάνια εμφανίζονταν σε ναυάγια σε μικρότερο βάθος ήταν εξαιρετικά διατηρημένα σε βάθος 200 μέτρων κάτω από την επιφάνεια. Προς μεγάλη απογοήτευση των ιστορικών και των μελετητών υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για το πώς οι σανίδες του ναυαγίου D ήταν δεμένες μεταξύ τους, καθώς απουσιάζουν οι σύνδεσμοι και το κάρφωμα μεταξύ των ξύλων. Το ναυάγιο D ίσως είναι ένα από τα πρώτα τριγωνικού πανιού πλοία (λατίνι) που μελέτησαν οι αρχαιολόγοι. Η γωνία του καταρτιού και η έλλειψη συνδέσμων συνηγορούν ότι το τριγωνικό πανί ήταν η πιθανότερη επιλογή διαμόρφωσης για ένα τόσο μικρό σκάφος.

Οι αποστολές στον Εύξεινου Πόντου του Ινστιτούτου Εξερεύνησης βασίστηκε σε εντοπισμό με σόναρ πλευρικής σάρωσης σε ρηχά και βαθιά νερά για την αναγνώριση αρχαιολογικών σημείων τα οποία ερευνήθηκαν από τηλεχειριζόμενα οχήματα. Η υπόθεση ότι τα ανοξικά νερά του Εύξεινου Πόντου μπορούσαν να επιτρέψουν την οργανική διατήρηση των ναυαγίων επιβεβαιώθηκε με την ανακάλυψη του ναυαγίου D, ηλικίας 1500 ετών, εξαιρετικά διατηρημένου πάνω από το στρώμα των ιζημάτων[13].

Σύμφωνα με μία αναφορά του περιοδικού New Scientist (4 Μαΐου 2002, σελ. 13) οι ερευνητές ανακάλυψαν ένα υποβρύχιο δέλτα νότια του Βόσπορου, ενώ υπήρχαν αποδείξεις ισχυρής ροής γλυκού νερού από τον Εύξεινο Πόντο την 8η χιλιετία π.Χ. Η έρευνα του Μπάλαρντ συνέβαλε στο διάλογο για τη θεωρία του κατακλυσμού του Εύξεινου Πόντου (Black Sea deluge theory).

Ακαδημαϊκή καριέρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2004 ο Μπάλαρντ ορίστηκε Καθηγητής ωκεανογραφίας και σήμερα είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Αρχαιολογικής Ωκεανογραφίας στη Μεταπτυχιακή Σχολή Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου του Ρόουντ Άιλαντ.

Ο Μπάλαρντ διετέλεσε τεχνικός σύμβουλος στη σειρά επιστημονικής φαντασίας «seaQuest DSV» κατά την πρώτη της σεζόν από τον Σεπτέμβριο του 1993 έως τον Μάιο του 1994. Κατά τη διάρκεια των τίτλων τέλους μιλούσε για τα επιστημονικά στοιχεία που παρουσιάζονταν στο εκάστοτε επεισόδιο. Παρόλο που αποχώρησε από τη σειρά στη δεύτερη σεζόν, αναφέρεται στην τρίτη σεζόν όπου το «Ινστιτούτο Μπάλαρντ» φέρει το όνομά του.

Το 1989 ο Μπάλαρντ ίδρυσε το Πρότζεκτ JASON, ένα εξ αποστάσεως εκπαιδευτικό πρόγραμμα σχεδιασμένο να φέρει σε επαφή μαθητές γυμνασίου με την επιστήμη και την τεχνολογία. Ο Μπάλαρντ ξεκίνησε το Πρότζεκτ JASON ως απάντηση των χιλιάδων γραμμάτων που έλαβε από μαθητές ύστερα από την ανακάλυψη του ναυαγίου του Τιτανικού[14].

Βραβεία και διακρίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Διεθνές Βραβείο Κίλμπι (Kilby International Awards) το 1994[15].
  • Μετάλλιο Καιρντ (Caird Medal) του Εθνικού Ναυτικού Μουσείου το 2002.
  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 12092619v. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2021.
  3. Ανακτήθηκε στις 14  Ιουνίου 2019.
  4. «Crew of Bismarck may have sunk her». Associated Press. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2008. 
  5. «An Interview with Dr. Robert Ballard». Homeschool.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2005. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 «Titanic search was cover for secret Cold War subs mission». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2009. 
  7. Smith, Lewis (24 Μαΐου 2008). «Titanic search was cover for secret Cold War subs mission». The Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2008. 
  8. 8,0 8,1 8,2 «Discovery Of Titanic». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαΐου 2006. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2009. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Ballard's Titanic search was cover-up of secret U.S. mission
  10. Oğuz, T., Latun, V.S., Latif, M.A., Vladimirov, V. L., Sur, H. I., Markov, A. A., Ozsoy, E. Kotovschichkov, B. B., Eremeev, V.N., and Unluata, U., 1993, Circulation in the surface and intermediate layers of the Black Sea, Deep Sea Research 1.40: 1597-612.
  11. Hiebert, F., 2001, Black Sea coastal cultures: trade and interaction, Expedition 43: 11-20
  12. van Doorninck, F. H. Jr., 2002, Byzantine shipwrecks, in A. Laiou (ed.), The Economic History of Byzantium from the Seventh through the Fifteenth Century I, 899-905. Dumbarton Oaks Studies 30, Washington, DC.
  13. Ballard, Robert D., and Ward, Cheryl, 2004, Deep-water Archaeological Survey in the Black Sea; 2000 Season, The International Journal of Nautical Archaeology, 33.1: 2-13.
  14. «The JASON Project - History». jason.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2008. 
  15. The Kilby International Awards Foundation

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • R. D. Ballard, F, T. Hiebert, D. F. Coleman, C. Ward, J. Smith, K. Willis, B. Foley, K. Croff, C. Major, and F. Torre, "Deepwater Archaeology of the Black Sea: The 2000 Season at Sinop, Turkey" American Journal of Archaeology Vol. 105 No. 4 (October 2001).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]