τύμπανο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek τύμπανον (túmpanon, “drum, kettledrum”). Doublet of τούμπανο (toúmpano).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]τύμπανο • (týmpano) n (plural τύμπανα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τύμπανο (týmpano) | τύμπανα (týmpana) |
genitive | τυμπάνου (tympánou) τύμπανου (týmpanou) |
τυμπάνων (tympánon) τύμπανων (týmpanon) |
accusative | τύμπανο (týmpano) | τύμπανα (týmpana) |
vocative | τύμπανο (týmpano) | τύμπανα (týmpana) |
Synonyms
[edit]- νταούλι n (ntaoúli, “folk drum”)
Derived terms
[edit]- τυμπανοκρουσία (tympanokrousía)
Further reading
[edit]- τύμπανο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- τύμπανο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el