Jump to content

τίμιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek τίμιος (tímios), from τιμή (timḗ), τιμῶ (timô).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

τίμιος (tímiosm (feminine τίμια, neuter τίμιο)

  1. honest, honourable, fair, decent
  2. holy

Declension

[edit]
Declension of τίμιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τίμιος (tímios) τίμια (tímia) τίμιο (tímio) τίμιοι (tímioi) τίμιες (tímies) τίμια (tímia)
genitive τίμιου (tímiou) τίμιας (tímias) τίμιου (tímiou) τίμιων (tímion) τίμιων (tímion) τίμιων (tímion)
accusative τίμιο (tímio) τίμια (tímia) τίμιο (tímio) τίμιους (tímious) τίμιες (tímies) τίμια (tímia)
vocative τίμιε (tímie) τίμια (tímia) τίμιο (tímio) τίμιοι (tímioi) τίμιες (tímies) τίμια (tímia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τίμιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τίμιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τιμιότερος (timióteros) τιμιότερη (timióteri) τιμιότερο (timiótero) τιμιότεροι (timióteroi) τιμιότερες (timióteres) τιμιότερα (timiótera)
genitive τιμιότερου (timióterou) τιμιότερης (timióteris) τιμιότερου (timióterou) τιμιότερων (timióteron) τιμιότερων (timióteron) τιμιότερων (timióteron)
accusative τιμιότερο (timiótero) τιμιότερη (timióteri) τιμιότερο (timiótero) τιμιότερους (timióterous) τιμιότερες (timióteres) τιμιότερα (timiótera)
vocative τιμιότερε (timiótere) τιμιότερη (timióteri) τιμιότερο (timiótero) τιμιότεροι (timióteroi) τιμιότερες (timióteres) τιμιότερα (timiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τιμιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τιμιότατος (timiótatos) τιμιότατη (timiótati) τιμιότατο (timiótato) τιμιότατοι (timiótatoi) τιμιότατες (timiótates) τιμιότατα (timiótata)
genitive τιμιότατου (timiótatou) τιμιότατης (timiótatis) τιμιότατου (timiótatou) τιμιότατων (timiótaton) τιμιότατων (timiótaton) τιμιότατων (timiótaton)
accusative τιμιότατο (timiótato) τιμιότατη (timiótati) τιμιότατο (timiótato) τιμιότατους (timiótatous) τιμιότατες (timiótates) τιμιότατα (timiótata)
vocative τιμιότατε (timiótate) τιμιότατη (timiótati) τιμιότατο (timiótato) τιμιότατοι (timiótatoi) τιμιότατες (timiótates) τιμιότατα (timiótata)