σχεδιάστρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]σχεδιάστρια • (schediástria) f (plural σχεδιάστριες, masculine σχεδιαστής)
Declension
[edit]Declension of σχεδιάστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχεδιάστρα • | σχεδιάστρες • |
genitive | σχεδιάστρας • | σχεδιαστρών • |
accusative | σχεδιάστρα • | σχεδιάστρες • |
vocative | σχεδιάστρα • | σχεδιάστρες • |
Related terms
[edit]- see: σχέδιο n (schédio, “drawing, plan”)