Jump to content

συνομοσπονδία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συνομοσπονδία (synomospondíaf (plural συνομοσπονδίες)

  1. confederation (of states)

Declension

[edit]
Declension of συνομοσπονδία
singular plural
nominative συνομοσπονδία (synomospondía) συνομοσπονδίες (synomospondíes)
genitive συνομοσπονδίας (synomospondías) συνομοσπονδιών (synomospondión)
accusative συνομοσπονδία (synomospondía) συνομοσπονδίες (synomospondíes)
vocative συνομοσπονδία (synomospondía) συνομοσπονδίες (synomospondíes)

Further reading

[edit]