στηρίζω
Jump to navigation
Jump to search
Ancient Greek
[edit]Etymology
[edit]Likely from Proto-Indo-European *sterh₁- (“stiff, fixed, infertile”) and related to στερεός (stereós, “stiff, hard”), though the morphological details are unclear.[1]
Pronunciation
[edit]- (5th BCE Attic) IPA(key): /stɛː.ríz.dɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /ste̝ˈri.zo/
- (4th CE Koine) IPA(key): /stiˈri.zo/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /stiˈri.zo/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /stiˈri.zo/
Verb
[edit]στηρίζω • (stērízō)
Conjugation
[edit] Present: στηρῐ́ζω, στηρῐ́ζομαι
Imperfect: ἐστήρῐζον, ἐστηρῐζόμην
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | ἐστήρῐζον | ἐστήρῐζες | ἐστήρῐζε(ν) | ἐστηρῐ́ζετον | ἐστηρῐζέτην | ἐστηρῐ́ζομεν | ἐστηρῐ́ζετε | ἐστήρῐζον | ||||
middle/ passive |
indicative | ἐστηρῐζόμην | ἐστηρῐ́ζου | ἐστηρῐ́ζετο | ἐστηρῐ́ζεσθον | ἐστηρῐζέσθην | ἐστηρῐζόμεθᾰ | ἐστηρῐ́ζεσθε | ἐστηρῐ́ζοντο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Future: στηρῐ́σω, στηρῐ́σομαι
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | στηρῐ́σω | στηρῐ́σεις | στηρῐ́σει | στηρῐ́σετον | στηρῐ́σετον | στηρῐ́σομεν | στηρῐ́σετε | στηρῐ́σουσῐ(ν) | ||||
optative | στηρῐ́σοιμῐ | στηρῐ́σοις | στηρῐ́σοι | στηρῐ́σοιτον | στηρῐσοίτην | στηρῐ́σοιμεν | στηρῐ́σοιτε | στηρῐ́σοιεν | |||||
middle | indicative | στηρῐ́σομαι | στηρῐ́σῃ, στηρῐ́σει |
στηρῐ́σεται | στηρῐ́σεσθον | στηρῐ́σεσθον | στηρῐσόμεθᾰ | στηρῐ́σεσθε | στηρῐ́σονται | ||||
optative | στηρῐσοίμην | στηρῐ́σοιο | στηρῐ́σοιτο | στηρῐ́σοισθον | στηρῐσοίσθην | στηρῐσοίμεθᾰ | στηρῐ́σοισθε | στηρῐ́σοιντο | |||||
active | middle | ||||||||||||
infinitive | στηρῐ́σειν | στηρῐ́σεσθαι | |||||||||||
participle | m | στηρῐ́σων | στηρῐσόμενος | ||||||||||
f | στηρῐ́σουσᾰ | στηρῐσομένη | |||||||||||
n | στηρῐ́σον | στηρῐσόμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Future: στηρῐέω, στηρῐέομαι (Uncontracted)
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | στηρῐέω | στηρῐέεις | στηρῐέει | στηρῐέετον | στηρῐέετον | στηρῐέομεν | στηρῐέετε | στηρῐέουσῐ(ν) | ||||
optative | στηρῐέοιμῐ | στηρῐέοις | στηρῐέοι | στηρῐέοιτον | στηρῐεοίτην | στηρῐέοιμεν | στηρῐέοιτε | στηρῐέοιεν | |||||
middle | indicative | στηρῐέομαι | στηρῐέῃ, στηρῐέει |
στηρῐέεται | στηρῐέεσθον | στηρῐέεσθον | στηρῐεόμεθᾰ | στηρῐέεσθε | στηρῐέονται | ||||
optative | στηρῐεοίμην | στηρῐέοιο | στηρῐέοιτο | στηρῐέοισθον | στηρῐεοίσθην | στηρῐεοίμεθᾰ | στηρῐέοισθε | στηρῐέοιντο | |||||
active | middle | ||||||||||||
infinitive | στηρῐέειν | στηρῐέεσθαι | |||||||||||
participle | m | στηρῐέων | στηρῐεόμενος | ||||||||||
f | στηρῐέουσᾰ | στηρῐεομένη | |||||||||||
n | στηρῐέον | στηρῐεόμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
active | indicative | στηρῐῶ | στηρῐεῖς | στηρῐεῖ | στηρῐεῖτον | στηρῐεῖτον | στηρῐοῦμεν | στηρῐεῖτε | στηρῐοῦσῐ(ν) | ||||
optative | στηρῐοίην, στηρῐοῖμῐ |
στηρῐοίης, στηρῐοῖς |
στηρῐοίη, στηρῐοῖ |
στηρῐοῖτον, στηρῐοίητον |
στηρῐοίτην, στηρῐοιήτην |
στηρῐοῖμεν, στηρῐοίημεν |
στηρῐοῖτε, στηρῐοίητε |
στηρῐοῖεν, στηρῐοίησᾰν | |||||
middle | indicative | στηρῐοῦμαι | στηρῐῇ | στηρῐεῖται | στηρῐεῖσθον | στηρῐεῖσθον | στηρῐούμεθᾰ | στηρῐεῖσθε | στηρῐοῦνται | ||||
optative | στηρῐοίμην | στηρῐοῖο | στηρῐοῖτο | στηρῐοῖσθον | στηρῐοίσθην | στηρῐοίμεθᾰ | στηρῐοῖσθε | στηρῐοῖντο | |||||
active | middle | ||||||||||||
infinitive | στηρῐεῖν | στηρῐεῖσθαι | |||||||||||
participle | m | στηρῐῶν | στηρῐούμενος | ||||||||||
f | στηρῐοῦσᾰ | στηρῐουμένη | |||||||||||
n | στηρῐοῦν | στηρῐούμενον | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Aorist: ἐστήρῐσᾰ, ἐστηρῐσᾰ́μην
Perfect: ἐστήρῐγμαι
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
middle/ passive |
indicative | ἐστήρῐγμαι | ἐστήρῐξαι | ἐστήρῐκται | ἐστήρῐχθον | ἐστήρῐχθον | ἐστηρῐ́γμεθᾰ | ἐστήρῐχθε | ἐστηρῐ́γᾰται | ||||
subjunctive | ἐστηρῐγμένος ὦ | ἐστηρῐγμένος ᾖς | ἐστηρῐγμένος ᾖ | ἐστηρῐγμένω ἦτον | ἐστηρῐγμένω ἦτον | ἐστηρῐγμένοι ὦμεν | ἐστηρῐγμένοι ἦτε | ἐστηρῐγμένοι ὦσῐ(ν) | |||||
optative | ἐστηρῐγμένος εἴην | ἐστηρῐγμένος εἴης | ἐστηρῐγμένος εἴη | ἐστηρῐγμένω εἴητον/εἶτον | ἐστηρῐγμένω εἰήτην/εἴτην | ἐστηρῐγμένοι εἴημεν/εἶμεν | ἐστηρῐγμένοι εἴητε/εἶτε | ἐστηρῐγμένοι εἴησᾰν/εἶεν | |||||
imperative | ἐστήρῐξο | ἐστηρῐ́χθω | ἐστήρῐχθον | ἐστηρῐ́χθων | ἐστήρῐχθε | ἐστηρῐ́χθων | |||||||
middle/passive | |||||||||||||
infinitive | ἐστηρῐ́χθαι | ||||||||||||
participle | m | ἐστηρῐγμένος | |||||||||||
f | ἐστηρῐγμένη | ||||||||||||
n | ἐστηρῐγμένον | ||||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Pluperfect: ἐστηρῐ́γμην
number | singular | dual | plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
middle/ passive |
indicative | ἐστηρῐ́γμην | ἐστήρῐξο | ἐστήρῐκτο | ἐστήρῐχθον | ἐστηρῐ́χθην | ἐστηρῐ́γμεθᾰ | ἐστήρῐχθε | ἐστηρῐ́γᾰτο | ||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
|
Derived terms
[edit]References
[edit]- ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “στηρίζω, -ομαι”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, pages 1404-5
Further reading
[edit]- “στηρίζω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- “στηρίζω”, in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- “στηρίζω”, in Autenrieth, Georg (1891) A Homeric Dictionary for Schools and Colleges, New York: Harper and Brothers
- στηρίζω in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- στηρίζω in Cunliffe, Richard J. (1924) A Lexicon of the Homeric Dialect: Expanded Edition, Norman: University of Oklahoma Press, published 1963
- “στηρίζω”, in ΛΟΓΕΙΟΝ [Logeion] Dictionaries for Ancient Greek and Latin (in English, French, Spanish, German, Dutch and Chinese), University of Chicago, since 2011
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek στηρίζω (stērízō).[1] See also Proto-Slavic *starati (“to try, attempt”), Proto-Germanic *stertaz (“tail”).[2]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]στηρίζω • (stirízo) (past στήριξα, passive στηρίζομαι, p‑past στηρίχτηκα/στηρίχθηκα, ppp στηριγμένος)
Conjugation
[edit]στηρίζω στηρίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στηρίζω | στηρίξω | στηρίζομαι | στηριχτώ, στηριχθώ |
2 sg | στηρίζεις | στηρίξεις | στηρίζεσαι | στηριχτείς, στηριχθείς |
3 sg | στηρίζει | στηρίξει | στηρίζεται | στηριχτεί, στηριχθεί |
1 pl | στηρίζουμε, [‑ομε] | στηρίξουμε, [‑ομε] | στηριζόμαστε | στηριχτούμε, στηριχθούμε |
2 pl | στηρίζετε | στηρίξετε | στηρίζεστε, στηριζόσαστε | στηριχτείτε, στηριχθείτε |
3 pl | στηρίζουν(ε) | στηρίξουν(ε) | στηρίζονται | στηριχτούν(ε), στηριχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στήριζα | στήριξα | στηριζόμουν(α) | στηρίχτηκα, στηρίχθηκα |
2 sg | στήριζες | στήριξες | στηριζόσουν(α) | στηρίχτηκες, στηρίχθηκες |
3 sg | στήριζε | στήριξε | στηριζόταν(ε) | στηρίχτηκε, στηρίχθηκε |
1 pl | στηρίζαμε | στηρίξαμε | στηριζόμασταν, (‑όμαστε) | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε |
2 pl | στηρίζατε | στηρίξατε | στηριζόσασταν, (‑όσαστε) | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε |
3 pl | στήριζαν, στηρίζαν(ε) | στήριξαν, στηρίξαν(ε) | στηρίζονταν, (στηριζόντουσαν) | στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε), στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στηρίζω ➤ | θα στηρίξω ➤ | θα στηρίζομαι ➤ | θα στηριχτώ / στηριχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στηρίζεις, … | θα στηρίξεις, … | θα στηρίζεσαι, … | θα στηριχτείς / στηριχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στηρίξει έχω, έχεις, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στηριχτεί / στηριχθεί είμαι, είσαι, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στηρίξει είχα, είχες, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στηριχτεί / στηριχθεί ήμουν, ήσουν, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στηρίξει θα έχω, θα έχεις, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στηριχτεί / στηριχθεί θα είμαι, θα είσαι, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στήριζε | στήριξε, στήριχ' 1 | — | στηρίξου |
2 pl | στηρίζετε | στηρίξτε, στηρίχτε2 | στηρίζεστε | στηριχτείτε, στηριχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στηρίζοντας ➤ | στηριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στηρίξει ➤ | στηριγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. στήριχ' το ("support it!"). 2. Colloquial. • Passive forms with χθ- like στηρίχθηκα (stiríchthika) are older and more formal than forms with χτ- like στηρίχτηκα (stiríchtika). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- αλληλοστηρίζονται (allilostirízontai, “hold, support each other”)
- αλληλοϋποστηριζόμενος (alliloÿpostirizómenos, “supporting each other”, participle)
- αλληλοϋποστηρίζοναι (alliloÿpostirízonai, “support each other”)
- αντιστήριγμα n (antistírigma)
- αντιστηρίζω (antistirízo, “to prop up”)
- αστήρικτος (astíriktos, “unsupported”)
- αστήριχτος (astírichtos, “unsupported”)
- στηριγμένος (stirigménos, “supported”, participle)
- στήριξη f (stírixi, “support”)
- υποστηρίζω (ypostirízo, “to support”)
- υποστηρικτής m (ypostiriktís, “support”)
References
[edit]- ^ στηρίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ Pokorny, Julius (1959) “(s)ter-, (s)terə-: (s)trē-”, in Indogermanisches etymologisches Wörterbuch [Indo-European Etymological Dictionary] (in German), volume 3, Bern, München: Francke Verlag, pages 1022-27
Categories:
- Ancient Greek terms derived from Proto-Indo-European
- Ancient Greek 3-syllable words
- Ancient Greek terms with IPA pronunciation
- Ancient Greek lemmas
- Ancient Greek verbs
- Ancient Greek paroxytone terms
- Greek terms derived from Proto-Indo-European
- Greek terms inherited from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek verbs conjugating like 'παίζω'