From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek σταθεροποιῶ ( statheropoiô ) .[ 1] By surface analysis , σταθερός ( statherós ) + -ποιώ ( -poió ) .
IPA (key ) : /sta.θe.ɾo.piˈo/
Hyphenation: στα‧θε‧ρο‧ποι‧ώ
σταθεροποιώ • (statheropoió ) (past σταθεροποίησα , passive σταθεροποιούμαι )
( transitive ) to stabilize
Antonym: αποσταθεροποιώ ( apostatheropoió )
σταθεροποιώ , σταθεροποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
σταθεροποιώ
σταθεροποιήσω
σταθεροποιούμαι
σταθεροποιηθώ
2 sg
σταθεροποιείς
σταθεροποιήσεις
σταθεροποιείσαι
σταθεροποιηθείς
3 sg
σταθεροποιεί
σταθεροποιήσει
σταθεροποιείται
σταθεροποιηθεί
1 pl
σταθεροποιούμε
σταθεροποιήσουμε , [-ομε ]
σταθεροποιούμαστε , σταθεροποιόμαστε
σταθεροποιηθούμε
2 pl
σταθεροποιείτε
σταθεροποιήσετε
σταθεροποιείστε , (σταθεροποιόσαστε )
σταθεροποιηθείτε
3 pl
σταθεροποιούν (ε )
σταθεροποιήσουν (ε )
σταθεροποιούνται
σταθεροποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
σταθεροποιούσα
σταθεροποίησα
σταθεροποιούμουν (α ), σταθεροποιόμουν (α )
σταθεροποιήθηκα
2 sg
σταθεροποιούσες
σταθεροποίησες
[σταθεροποιούσουν (α )], σταθεροποιόσουν (α )
σταθεροποιήθηκες
3 sg
σταθεροποιούσε
σταθεροποίησε
σταθεροποιούνταν , σταθεροποιόταν (ε ), {σταθεροποιείτο }
σταθεροποιήθηκε
1 pl
σταθεροποιούσαμε
σταθεροποιήσαμε
σταθεροποιούμασταν , (‑ούμαστε ), σταθεροποιόμασταν , (‑όμαστε )
σταθεροποιηθήκαμε
2 pl
σταθεροποιούσατε
σταθεροποιήσατε
[σταθεροποιούσασταν , (‑ούσαστε )], σταθεροποιόσασταν , (‑όσαστε )
σταθεροποιηθήκατε
3 pl
σταθεροποιούσαν (ε )
σταθεροποίησαν , σταθεροποιήσαν (ε )
σταθεροποιούνταν , σταθεροποιόνταν (ε ), (σταθεροποιόντουσαν ), {σταθεροποιούντο }
σταθεροποιήθηκαν , σταθεροποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα σταθεροποιώ ➤
θα σταθεροποιήσω ➤
θα σταθεροποιούμαι ➤
θα σταθεροποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα σταθεροποιείς , …
θα σταθεροποιήσεις , …
θα σταθεροποιείσαι , …
θα σταθεροποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … σταθεροποιήσει έχω, έχεις, … σταθεροποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … σταθεροποιηθεί είμαι , είσαι , … σταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … σταθεροποιήσει είχα, είχες, … σταθεροποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … σταθεροποιηθεί ήμουν , ήσουν , … σταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … σταθεροποιήσει θα έχω, θα έχεις, … σταθεροποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … σταθεροποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … σταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
σταθεροποίησε
—
σταθεροποιήσου
2 pl
σταθεροποιείτε
σταθεροποιήστε
σταθεροποιείστε
σταθεροποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
σταθεροποιώντας ➤
σταθεροποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας σταθεροποιήσει ➤
σταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
σταθεροποιήσει
σταθεροποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.