Jump to content

βραχύς

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

    From Proto-Hellenic *brəkʰús, from Proto-Indo-European *mréǵʰus (short, brief).

    Cognates include Sanskrit मुहुर् (múhur), मुहु (múhu), Avestan 𐬩𐬆𐬭𐬆𐬰𐬎⸱𐬘𐬍𐬙𐬌 (m̨ərəzu.jīti, short-lived), Latin brevis, Old English miriġe (English merry), and Albanian murriz.

    Pronunciation

    [edit]
     

    Adjective

    [edit]

    βρᾰχῠ́ς (brăkhŭ́sm (feminine βρᾰχεῖᾰ, neuter βρᾰχῠ́); first/third declension

    1. (of time) short, brief
    2. (of distance, height) short, small, little
    3. few
    4. (of importance) humble, insignificant
    5. (grammar, of vowels) short

    Declension

    [edit]

    Antonyms

    [edit]

    Derived terms

    [edit]

    Descendants

    [edit]
    • Greek: βραχύς (vrachýs) (learned)

    References

    [edit]

    Greek

    [edit]

    Etymology

    [edit]

    Learned borrowing from Ancient Greek βραχύς (brakhús).[1]

    Pronunciation

    [edit]
    • IPA(key): /vɾaˈçis/
    • Hyphenation: βρα‧χύς

    Adjective

    [edit]

    βραχύς (vrachýsm (feminine βραχεία, neuter βραχύ)

    1. short (having little duration)
      Synonyms: σύντομος (sýntomos), βραχυχρόνιος (vrachychrónios)
      Hyponym: (phonetics, phonology) βραχύχρονος (vrachýchronos, short)
    2. (learnedly) short (having a small distance from one end or edge to another, either horizontally or vertically)
      Synonyms: (vertically) κοντός (kontós), (horizontally) σύντομος (sýntomos)
      βραχέα κύματα (physics, radio)vrachéa kýmatashortwave (literally, “short waves”)

    Declension

    [edit]
    Declension of βραχύς
    singular plural
    masculine feminine neuter masculine feminine neuter
    nominative βραχύς (vrachýs) βραχεία (vracheía) βραχύ (vrachý) βραχείς (vracheís) βραχείες (vracheíes) βραχέα (vrachéa)
    genitive βραχέος (vrachéos)
    βραχύ (vrachý)
    βραχείας (vracheías) βραχύ (vrachý)
    βραχέος (vrachéos)
    βραχέων (vrachéon) βραχειών (vracheión) βραχέων (vrachéon)
    accusative βραχύ (vrachý) βραχεία (vracheía) βραχύ (vrachý) βραχείς (vracheís) βραχείες (vracheíes) βραχέα (vrachéa)
    vocative βραχύ (vrachý) βραχεία (vracheía) βραχύ (vrachý) βραχείς (vracheís) βραχείες (vracheíes) βραχέα (vrachéa)

    Derivations:
    Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βραχύς, etc.)
    Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βραχύς, etc.)

    Degrees of comparison by suffixation
    comparative (?) singular plural
    masculine feminine neuter masculine feminine neuter
    nominative βραχύτερος (vrachýteros) βραχύτερη (vrachýteri) βραχύτερο (vrachýtero) βραχύτεροι (vrachýteroi) βραχύτερες (vrachýteres) βραχύτερα (vrachýtera)
    genitive βραχύτερου (vrachýterou) βραχύτερης (vrachýteris) βραχύτερου (vrachýterou) βραχύτερων (vrachýteron) βραχύτερων (vrachýteron) βραχύτερων (vrachýteron)
    accusative βραχύτερο (vrachýtero) βραχύτερη (vrachýteri) βραχύτερο (vrachýtero) βραχύτερους (vrachýterous) βραχύτερες (vrachýteres) βραχύτερα (vrachýtera)
    vocative βραχύτερε (vrachýtere) βραχύτερη (vrachýteri) βραχύτερο (vrachýtero) βραχύτεροι (vrachýteroi) βραχύτερες (vrachýteres) βραχύτερα (vrachýtera)

    Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βραχύτερος", etc)

    absolute
    superlative (?)
    singular plural
    masculine feminine neuter masculine feminine neuter
    nominative βραχύτατος (vrachýtatos) βραχύτατη (vrachýtati) βραχύτατο (vrachýtato) βραχύτατοι (vrachýtatoi) βραχύτατες (vrachýtates) βραχύτατα (vrachýtata)
    genitive βραχύτατου (vrachýtatou) βραχύτατης (vrachýtatis) βραχύτατου (vrachýtatou) βραχύτατων (vrachýtaton) βραχύτατων (vrachýtaton) βραχύτατων (vrachýtaton)
    accusative βραχύτατο (vrachýtato) βραχύτατη (vrachýtati) βραχύτατο (vrachýtato) βραχύτατους (vrachýtatous) βραχύτατες (vrachýtates) βραχύτατα (vrachýtata)
    vocative βραχύτατε (vrachýtate) βραχύτατη (vrachýtati) βραχύτατο (vrachýtato) βραχύτατοι (vrachýtatoi) βραχύτατες (vrachýtates) βραχύτατα (vrachýtata)
    [edit]

    References

    [edit]
    1. ^ βραχύς, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language