Jump to content

ανθρακούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from άνθρακ(ας) (ánthrak(as)) +‎ -ούχος (-oúchos), a calque of French carbonifère and German kohlehaltig.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.θɾaˈku.xos/
  • Hyphenation: αν‧θρα‧κού‧χος

Adjective

[edit]

ανθρακούχος (anthrakoúchosm (feminine ανθρακούχος or ανθρακούχα, neuter ανθρακικό)

  1. carbonated, fizzy
    ανθρακούχα ποτάanthrakoúcha potáfizzy drinks
  2. carbon (containing carbon)
    ανθρακούχος χάλυβαςanthrakoúchos chályvascarbon steel

Declension

[edit]
Declension of ανθρακούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανθρακούχος (anthrakoúchos) ανθρακούχος (anthrakoúchos)
ανθρακούχα (anthrakoúcha)
ανθρακούχο (anthrakoúcho) ανθρακούχοι (anthrakoúchoi) ανθρακούχοι (anthrakoúchoi)
ανθρακούχες (anthrakoúches)
ανθρακούχα (anthrakoúcha)
genitive ανθρακούχου (anthrakoúchou) ανθρακούχου (anthrakoúchou)
ανθρακούχας (anthrakoúchas)
ανθρακούχου (anthrakoúchou) ανθρακούχων (anthrakoúchon) ανθρακούχων (anthrakoúchon) ανθρακούχων (anthrakoúchon)
accusative ανθρακούχο (anthrakoúcho) ανθρακούχο (anthrakoúcho)
ανθρακούχα (anthrakoúcha)
ανθρακούχο (anthrakoúcho) ανθρακούχους (anthrakoúchous) ανθρακούχους (anthrakoúchous)
ανθρακούχες (anthrakoúches)
ανθρακούχα (anthrakoúcha)
vocative ανθρακούχε (anthrakoúche) ανθρακούχε (anthrakoúche)
ανθρακούχα (anthrakoúcha)
ανθρακούχο (anthrakoúcho) ανθρακούχοι (anthrakoúchoi) ανθρακούχοι (anthrakoúchoi)
ανθρακούχες (anthrakoúches)
ανθρακούχα (anthrakoúcha)

Notes: The feminine forms shown first are more literary or formal.

Synonyms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ανθρακούχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language