μοχθηρός
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek μοχθηρός (mokhthērós, “knavish, scoundrelous”).[1]
Pronunciation
editAdjective
editμοχθηρός • (mochthirós) m (feminine μοχθηρή, neuter μοχθηρό)
- malicious, malevolent
- Synonym: κακόβουλος (kakóvoulos)
Declension
editDeclension of μοχθηρός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μοχθηρός • | μοχθηρή • | μοχθηρό • | μοχθηροί • | μοχθηρές • | μοχθηρά • |
genitive | μοχθηρού • | μοχθηρής • | μοχθηρού • | μοχθηρών • | μοχθηρών • | μοχθηρών • |
accusative | μοχθηρό • | μοχθηρή • | μοχθηρό • | μοχθηρούς • | μοχθηρές • | μοχθηρά • |
vocative | μοχθηρέ • | μοχθηρή • | μοχθηρό • | μοχθηροί • | μοχθηρές • | μοχθηρά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μοχθηρός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μοχθηρός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Derived terms
edit- μοχθηρά (mochthirá, adverb)
Related terms
edit- μοχθηρία f (mochthiría)
References
edit- ^ μοχθηρός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language