Greek

edit

Etymology

edit

Calque of English web page, from ιστο- (isto-) +‎ σελίδα (selída).

Noun

edit

ιστοσελίδα (istoselídaf (plural ιστοσελίδες)

  1. (Internet) web page

Declension

edit
Declension of ιστοσελίδα
singular plural
nominative ιστοσελίδα (istoselída) ιστοσελίδες (istoselídes)
genitive ιστοσελίδας (istoselídas) ιστοσελίδων (istoselídon)
accusative ιστοσελίδα (istoselída) ιστοσελίδες (istoselídes)
vocative ιστοσελίδα (istoselída) ιστοσελίδες (istoselídes)
edit