ιστοσελίδα
Greek
editEtymology
editCalque of English web page, from ιστο- (isto-) + σελίδα (selída).
Noun
editιστοσελίδα • (istoselída) f (plural ιστοσελίδες)
Declension
editsingular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστοσελίδα (istoselída) | ιστοσελίδες (istoselídes) |
genitive | ιστοσελίδας (istoselídas) | ιστοσελίδων (istoselídon) |
accusative | ιστοσελίδα (istoselída) | ιστοσελίδες (istoselídes) |
vocative | ιστοσελίδα (istoselída) | ιστοσελίδες (istoselídes) |