Greek

edit

Adjective

edit

ακατανόητος (akatanóitosm (feminine ακατανόητη, neuter ακατανόητο)

  1. incomprehensible
    Synonyms: ακαταλαβίστικος (akatalavístikos), ακατάληπτος (akatáliptos), δυσνόητος (dysnóitos), απαρακολούθητος (aparakoloúthitos)
  2. inconceivable

Declension

edit
Declension of ακατανόητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατανόητος (akatanóitos) ακατανόητη (akatanóiti) ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητοι (akatanóitoi) ακατανόητες (akatanóites) ακατανόητα (akatanóita)
genitive ακατανόητου (akatanóitou) ακατανόητης (akatanóitis) ακατανόητου (akatanóitou) ακατανόητων (akatanóiton) ακατανόητων (akatanóiton) ακατανόητων (akatanóiton)
accusative ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητη (akatanóiti) ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητους (akatanóitous) ακατανόητες (akatanóites) ακατανόητα (akatanóita)
vocative ακατανόητε (akatanóite) ακατανόητη (akatanóiti) ακατανόητο (akatanóito) ακατανόητοι (akatanóitoi) ακατανόητες (akatanóites) ακατανόητα (akatanóita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατανόητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατανόητος, etc.)

edit