tort

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tort torts

tort (fr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tort (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]