togliere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
togliere < λατινική tŏllere (παίρνω κάτι και το μεταφέρω αλλού, το στερώ από κάπου)

togliere (it)