simplisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
simplisme < simpliste

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
simplisme simplismes

simplisme (fr) αρσενικό