raz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]raz (pl) αρσενικό
- η φορά
- dwa razy próbowałam dostać się na politechnikę: δυό φορές προσπάθησα να περάσω στο Πολυτεχνείο
- pięć razy trzy równa się piętnaście: πέντε φορές το τρία κάνει δεκαπέντε
- bagażnik tego opla jest półtora raza większy niż bagażnik tego forda: το πορτμπαγκάζ αυτού του όπελ είναι μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το πορτμπαγκάζ αυτού του φορντ
- ένα (κατά την απαριθμήση)
- raz, dwa, trzy, ...: ένα, δύο, τρία, ...
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- na razie: για την ώρα ή προσωρινά
- w razie: σε περίπτωση, στην περίπτωση
- w razie, gdybyś czegoś jeszcze potrzebował, zadzwoń do mnie: στην περίπτωση που κάποιος χρειάζεται κάτι ακόμα τηλεφώνησέ μου