raz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

raz (pl) αρσενικό

  1. η φορά
    dwa razy próbowałam dostać się na politechnikę: δυό φορές προσπάθησα να περάσω στο Πολυτεχνείο
    pięć razy trzy równa się piętnaście: πέντε φορές το τρία κάνει δεκαπέντε
    bagażnik tego opla jest półtora raza większy niż bagażnik tego forda: το πορτμπαγκάζ αυτού του όπελ είναι μιάμιση φορά μεγαλύτερο από το πορτμπαγκάζ αυτού του φορντ
  2. ένα (κατά την απαριθμήση)
    raz, dwa, trzy, ...: ένα, δύο, τρία, ...

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • na razie: για την ώρα ή προσωρινά
  • w razie: σε περίπτωση, στην περίπτωση
    w razie, gdybyś czegoś jeszcze potrzebował, zadzwoń do mnie: στην περίπτωση που κάποιος χρειάζεται κάτι ακόμα τηλεφώνησέ μου

Συγγενικά

[επεξεργασία]