rai
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rai | rais |
rai (fr) αρσενικό
- ηλιαχτίδα
- (τεχνολογία) ακτίνα μιας ξύλινης ρόδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- radiant
- radiation (και rad, radiateur, radiesthésie - irradiation, irradier)
- radieux
- radio-
- radium (και radon)
- rayère
- rayon (και rayonnant, rayonnement, rayonner)
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rai (ro)