qualificateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- qualificateur < μεσαιωνική λατινική qualificator < qualificare
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
qualificateur | qualificateurs |
qualificateur (fr) αρσενικό
- θεολόγος υπεύθυνος του καθορισμού του επιπέδου των αδικημάτων που στέλνονται στα εκκλησιαστικά δικαστήρια