pecu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pecu < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péḱu (βοοειδή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pecu ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pecū | pecŭă |
γενική | pecūs | pecŭŭm |
δοτική | pecū | pecĭbus |
αιτιατική | pecū | pecŭă |
κλητική | pecū | pecŭă |
αφαιρετική | pecū | pecĭbus |
Πηγές
[επεξεργασία]- pecu - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.