normal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]normal (en)
- κανονικός, τυπικός, συνηθισμένος, συνήθης, ομαλός, φυσιολογικός, νορμάλ· αυτό που θα περίμενα
- ⮡ a normal temperature - κανονική θερμοκρασία
- ⮡ Roast lamb is normal Easter food.
- Το ψητό αρνί είναι το τυπικό πασχαλινό φαγητό.
- ⮡ He did his normal walk.
- Έκανε το συνηθισμένο του περίπατο.
- ⮡ He sat in his normal seat.
- Κάθισε στο συνήθες του κάθισμα.
- ⮡ The political situation is back to normal again.
- Η πολιτική κατάσταση ξανάγινε πάλι ομαλή.
- ⮡ normal wear and tear - φυσιολογική φθορά
- ⮡ He is a normal person.
- Είναι ένας νορμάλ άνθρωπος.
- ≈ συνώνυμα: regular, standard, typical και usual, → και δείτε τη λέξη common
- φυσιολογικός, υγιής
- ⮡ a normal pulse - φυσιολογικός σφυγμός
- ⮡ The results of the medical exams were normal.
- Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων ήταν φυσιολογικά.
- ⮡ normal thoughts/reactions - υγιείς σκέψεις/αντιδράσεις
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- Normal School: σχολή που εκπαιδεύει δασκάλους, διδασκαλείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | normal | normaux |
θηλυκό | normale | normales |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]normal (fr)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normales |
Επίθετο
[επεξεργασία]normal (es)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
normal | normais |
Επίθετο
[επεξεργασία]normal (pt)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]normal (ro)
Επίρρημα
[επεξεργασία]normal (ro)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Επίθετα (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επίθετα (πορτογαλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Επίθετα (ρουμανικά)
- Επιρρήματα (ρουμανικά)