neat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]neat (en)
- καθαρός, συμμαζεμένος, τακτοποιημένος, νοικοκυρεμένος
- απλός, διευθετημένος με απλό γούστο
- καθαρός, χωρίς προσμείξεις
- (για ποτά) σκέτος
- εύστοχος, επιδέξιος
- (οικείο) σένιος, γαμάτος