men
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]men (en)
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]men (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]men (no)