mearcair
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιρλανδικά γαελικά (ga)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mearcair (ga)
Σκωτικά γαελικά (gd)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mearcair (gd)
Δείτε επίσης : Mearcair |
mearcair (ga)
mearcair (gd)