inflexible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός inflexible
συγκριτικός more inflexible
υπερθετικός most inflexible

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inflexible < in- + flexible

Επίθετο

[επεξεργασία]

inflexible (en)

  1. αδιάλλακτος
  2. σκληρός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hard



      ενικός         πληθυντικός  
inflexible inflexibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

inflexible (fr) αρσενικό ή θηλυκό