date
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
date | dates |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]date (en)
- η ημερομηνία
- ↪ What is the date (today)?
- Τι ημερομηνία έχουμε σήμερα;
- ↪ What is the date (today)?
- το ραντεβού, ερωτική συνάντηση
- ↪ He confessed his love to her on the first date.
- Της εξομολογήθηκε τον ερωτά του από το πρώτο ραντεβού.
- ↪ He confessed his love to her on the first date.
- (φρούτο) ο χουρμάς
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | date |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dates |
αόριστος | dated |
παθητική μετοχή | dated |
ενεργητική μετοχή | dating |
date (en)
- (μεταβατικό) αναγράφω την ημερομηνία
- ↪ Make sure you have printed your name clearly, sign, and date at the end.
- Βεβαιωθείτε ότι το ονοματεπώνυμό σας έχει γραφεί ευκρινώς, υπογράψτε και αναγράψτε την ημερομηνία στο τέλος.
- ↪ Make sure you have printed your name clearly, sign, and date at the end.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τα φτιάχνω με κάποιον, το να βγαίνει κανείς ραντεβού
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
date | dates |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]date (fr) θηλυκό