chatte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]chatte < λατινική catta (θηλυκό του cattus)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chatte (fr) θηλυκό
chatte < λατινική catta (θηλυκό του cattus)
chatte (fr) θηλυκό