back down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | back down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | backs down |
αόριστος | backed down |
παθητική μετοχή | backed down |
ενεργητική μετοχή | backing down |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]back down (en)
- κάνω πίσω, υποχωρώ, μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, αποδέχομαι τις απόψεις ή τις αξιώσεις του άλλου
- ⮡ The workers will not back down from their demands.
- Οι εργαζόμενοι δε θα κάνουν πίσω στις διεκδικήσεις τους.
- ⮡ After a long discussion he backed down and accepted his proposals.
- Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του.
- ⮡ Rather than making a fuss, I prefer to back down.
- Προκειμένου να γίνει φασαρία, προτιμώ να υποχωρήσω.
- ≈ συνώνυμα: back off
- ⮡ The workers will not back down from their demands.