IG
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- IG < λατινικά: Inscriptiones Graecae (πληθυντικός, θηλυκό)
Συντομομορφή
[επεξεργασία]- (βιβλιογραφική παραπομπή, επιγραφική) Inscriptiones Graecae (Ελληνικές Επιγραφές) γερμανικό ακαδημαϊκό πρόγραμμα δημοσίευσης αρχαίων ελληνικών επιγραφών (49 τεύχη έως το 2019)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- IG < Investment Grade
- (για τον όρο του διαδικτύου) < Instagram
Συντομομορφή
[επεξεργασία]IG (en) αρκτικόλεξο
- (οικονομία) συντομογραφία του investment grade
- (διαδίκτυο) συντομογραφία του Instagram
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- I.G. < αρχικά των συνθετικών του όρου IndustrieGewerkschaft < → δείτε τις λέξεις Industrie και Gewerkschaft
- I.G. < σύντμηση του όρου InteressenGemeinschaft < → δείτε τις λέξεις Interesse και Gemeinschaft
Συντομομορφή
[επεξεργασία]I.G. συντομογραφία
- συνδικάτο, σωματείο εργατών σε έναν κλάδο της βιομηχανίας
- IG Metall (το Συνδικάτο των Εργατών της Βιομηχανίας Μετάλλου)
- σύμπραξη φυσικών προσώπων ή/και εταιρειών στη βάση κοινού ενδιαφέροντος ή συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της κοινής οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας
- (γενικότερα)
- IG Bildende Kunst (επαγγελματικός φορέας εικαστικών καλλιτεχνών)
- IG Farben (βιομηχανία χημικών προϊόντων)
- → δείτε τις λέξεις κοινοπραξία και Κοινοπραξία
- (γενικότερα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Innengesellschaft
- IG στη γερμανική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)
- Interessengemeinschaft στη γερμανική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Διαγλωσσικοί όροι
- Συντομομορφές (διαγλωσσικοί όροι)
- Συντομογραφίες (διαγλωσσικοί όροι)
- Βιβλιογραφικές παραπομπές (διαγλωσσικοί όροι)
- Αγγλική γλώσσα
- Συντομομορφές (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Αρκτικόλεξα (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Διαδίκτυο (αγγλικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Συντομομορφές (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Συντομογραφίες (γερμανικά)