ἄκων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ᾱκοντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | ἄκων | ἡ | ἄκουσᾰ | τὸ | ἆκον | |
γενική | τοῦ | ἄκοντος | τῆς | ἀκούσης | τοῦ | ἄκοντος | |
δοτική | τῷ | ἄκοντῐ | τῇ | ἀκούσῃ | τῷ | ἄκοντῐ | |
αιτιατική | τὸν | ἄκοντᾰ | τὴν | ἄκουσᾰν | τὸ | ἆκον | |
κλητική ὦ! | ἄκων* & ἆκον |
ἄκουσᾰ | ἆκον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | ἄκοντες | αἱ | ἄκουσαι | τὰ | ἄκοντᾰ | |
γενική | τῶν | ἀκόντων | τῶν | ἀκουσῶν | τῶν | ἀκόντων | |
δοτική | τοῖς | ἄκουσῐ(ν) | ταῖς | ἀκούσαις | τοῖς | ἄκουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | ἄκοντᾰς | τὰς | ἀκούσᾱς | τὰ | ἄκοντᾰ | |
κλητική ὦ! | ἄκοντες | ἄκουσαι | ἄκοντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄκοντε | τὼ | ἀκούσᾱ | τὼ | ἄκοντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκόντοιν | τοῖν | ἀκούσαιν | τοῖν | ἀκόντοιν | |
* Κατά τη Γραμματική του Smyth (§.305b) και του του Σταματάκου (§.58) το ἄκων κλίνεται όπως οι μετοχές με την κλητική ενικού του αρσενικού όπως η ονομαστική. Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἄκων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
[επεξεργασία]ἄκων, ἄκουσα, ἆκον (ᾱ)
- ακούσιος, άκων
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 3, 1117b
- εἰ δὴ τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ περὶ τὴν ἀνδρείαν, ὁ μὲν θάνατος καὶ τὰ τραύματα λυπηρὰ τῷ ἀνδρείῳ καὶ ἄκοντι ἔσται, ὑπομενεῖ δὲ αὐτὰ ὅτι καλὸν ἢ ὅτι αἰσχρὸν τὸ μή.
- Αν λοιπόν κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση της ανδρείας, ο θάνατος και τα τραύματα θα είναι, και αυτά, βασανιστικά και οδυνηρά για τον ανδρείο και αντίθετα με τη θέλησή του, θα τα υπομείνει όμως, γιατί είναι ωραίο το να ενεργήσει έτσι ή γιατί είναι άσχημο το να μην ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- εἰ δὴ τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ περὶ τὴν ἀνδρείαν, ὁ μὲν θάνατος καὶ τὰ τραύματα λυπηρὰ τῷ ἀνδρείῳ καὶ ἄκοντι ἔσται, ὑπομενεῖ δὲ αὐτὰ ὅτι καλὸν ἢ ὅτι αἰσχρὸν τὸ μή.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 3, 1117b
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰκοντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἄκων | οἱ | ἄκοντες | |
γενική | τοῦ | ἄκοντος | τῶν | ἀκόντων | |
δοτική | τῷ | ἄκοντῐ | τοῖς | ἄκουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἄκοντᾰ | τοὺς | ἄκοντᾰς | |
κλητική ὦ! | ἄκον | ἄκοντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄκοντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκόντοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ἄκων (ουσιαστικό) < ἀκή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄκων, -οντος (ᾰ) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄκων - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἄκων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ἄκων' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἄ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γέρων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γέρων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γέρων' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Οπλισμός (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)