ἁρμοστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἁρμοστός < (ἁρμόζω) ἁρμ-οσ- + -τός
- ἁρμοστός > νέα ελληνικά: αρμοστός
Επίθετο
[επεξεργασία]ἁρμοστός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- συνδεδεμένος, καλά συναρμοσμένος
- ταιριαστός
Παράγωγα
[επεξεργασία]- ἁρμοστῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ἁρμοστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)