ψελλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψελλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψελλίζω (τραυλίζω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ψελλίζω, αόρ.: ψέλλισα (χωρίς παθητική φωνή)
- λέω τις λέξεις με δυσκολία
- μιλώ διστακτικά, φοβισμένα και γενικά χαμηλόφωνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψελλίζω | ψέλλιζα | θα ψελλίζω | να ψελλίζω | ψελλίζοντας | |
β' ενικ. | ψελλίζεις | ψέλλιζες | θα ψελλίζεις | να ψελλίζεις | ψέλλιζε | |
γ' ενικ. | ψελλίζει | ψέλλιζε | θα ψελλίζει | να ψελλίζει | ||
α' πληθ. | ψελλίζουμε | ψελλίζαμε | θα ψελλίζουμε | να ψελλίζουμε | ||
β' πληθ. | ψελλίζετε | ψελλίζατε | θα ψελλίζετε | να ψελλίζετε | ψελλίζετε | |
γ' πληθ. | ψελλίζουν(ε) | ψέλλιζαν ψελλίζαν(ε) |
θα ψελλίζουν(ε) | να ψελλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψέλλισα | θα ψελλίσω | να ψελλίσω | ψελλίσει | ||
β' ενικ. | ψέλλισες | θα ψελλίσεις | να ψελλίσεις | ψέλλισε | ||
γ' ενικ. | ψέλλισε | θα ψελλίσει | να ψελλίσει | |||
α' πληθ. | ψελλίσαμε | θα ψελλίσουμε | να ψελλίσουμε | |||
β' πληθ. | ψελλίσατε | θα ψελλίσετε | να ψελλίσετε | ψελλίστε | ||
γ' πληθ. | ψέλλισαν ψελλίσαν(ε) |
θα ψελλίσουν(ε) | να ψελλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψελλίσει | είχα ψελλίσει | θα έχω ψελλίσει | να έχω ψελλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψελλίσει | είχες ψελλίσει | θα έχεις ψελλίσει | να έχεις ψελλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψελλίσει | είχε ψελλίσει | θα έχει ψελλίσει | να έχει ψελλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψελλίσει | είχαμε ψελλίσει | θα έχουμε ψελλίσει | να έχουμε ψελλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψελλίσει | είχατε ψελλίσει | θα έχετε ψελλίσει | να έχετε ψελλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψελλίσει | είχαν ψελλίσει | θα έχουν ψελλίσει | να έχουν ψελλίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψελλίζω
Πηγές
[επεξεργασία]- ψελλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψελλίζω νεότερος σχηματισμός ενεργητικής φωνής < ψελλίζομαι < ψελλός
Ρήμα
[επεξεργασία]ψελλίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- δόκιμος είναι μόνον ο αποθετικός ενεστώτας ψελλίζομαι ενώ το ψελλίζω είναι μεταγενέστερο
Πηγές
[επεξεργασία]- ψελλίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψελλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)