ψελλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψελλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψελλίζω (τραυλίζω)

ψελλίζω, αόρ.: ψέλλισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. λέω τις λέξεις με δυσκολία
  2. μιλώ διστακτικά, φοβισμένα και γενικά χαμηλόφωνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψελλίζω νεότερος σχηματισμός ενεργητικής φωνής < ψελλίζομαι < ψελλός

ψελλίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]