τραπεζαρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραπεζαρία < μεσαιωνική ελληνική τραπεζαρία < από το θηλυκό του τραπεζάρης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραπεζαρία θηλυκό
- δωμάτιο ενός διαμερίσματος με μεγάλο τραπέζι, που χρησιμεύει στην υποδοχή καλεσμένων
- το τραπέζι που προορίζεται για επίσημα γεύματα και τοποθετείται στο ομώνυμο δωμάτιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τραπεζαρία