τούρκικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία: Τουρκική γλώσσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtuɾ.ci.ka/

τυπογραφικός συλλαβισμός: τούρ‐κι‐κα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
τούρκικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τούρκικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τούρκικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

τούρκικα < τούρκικ(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τούρκικα

  1. χρησιμοποιώντας την τούρκικη γλώσσα
  2. με τούρκικο τρόπο, σύμφωνα με τα τούρκικα έθιμα
     συνώνυμα: τουρκιστί, τουρκικώς

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τούρκικα