στον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στον < μεσαιωνική ελληνική 'ς + ε + οριστικό άρθρο τόν < εἰς τόν με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος και ανάπτυξη του <ε>[1]
Συγχώνευση
[επεξεργασία]στον αρσενικό
- σε με έκθλιψη + τον οριστικό άρθρο, αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους και σχηματισμό μίας λέξης, χωρίς απόστροφο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Για την προφορά του τελικού ν, δείτε τον#Σημειώσεις.
- σ' τον (σου τον)
κλίσεις των άρθρων
[επεξεργασία]αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας