περιποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιποιέμαι και περιποιούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]περιποιημένος -η -ο
- → δείτε τη λέξη περιποιούμαι