παρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρά < αρχαία ελληνική παρά
Πρόθεση
[επεξεργασία]παρά
- υποδείχνει αντίθεση
- φόραγε γούνα παρά την αφόρητη ζέστη
- υποδείχνει κάτι λιγότερο
- έχω εκατό ευρώ παρά κάτι ψιλά
- (ειδικότερα) σε εκφώνηση ώρας δείχνει πόσα λεπτά υπολείπονται για να γίνει ακριβώς
- δύο παρά δέκα
- υποδείχνει εναλλαγή ή εναλλακτική παράλειψη
- βάζε κάτι αλλά όχι σε όλα, κουτί παρά κουτί
- με γενική: από, εκ μέρους, (υποδείχνει προέλευση)
- ενημερώθηκαν παρά των δημοσιογράφων
- με δοτική: κοντά, κάτω από τη δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα κάποιου:
- υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ
- με αιτιατική (λόγιο): αντιθέτως προς
- παρά φύσιν, παρά πάσαν προσδοκίαν
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρά
υποδείχνει εναλλαγή
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]παρά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per
Πρόθεση
[επεξεργασία]παρά