ξύλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξύλο | τα | ξύλα |
γενική | του | ξύλου | των | ξύλων |
αιτιατική | το | ξύλο | τα | ξύλα |
κλητική | ξύλο | ξύλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξύλο < αρχαία ελληνική ξύλον
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξύλο ουδέτερο
- η ουσία από την οποία αποτελείται ο κορμός και τα κλαδιά ενός δέντρου ή θάμνου και χρησιμοποιείται από την άνθρωπο για την κατασκευή αντικειμένων
- μια βιβλιοθήκη από ξύλο τριανταφυλλιάς
- ένα κομμάτι από τον κορμό ή τα κλαδιά δέντρου
- (στον πληθυντικό) τμήματα από τον κορμό ή τα κλαδιά δέντρου που προορίζονται να καούν σε τζάκι, φούρνο κλπ (καυσόξυλα)
- πήγε στο δάσος να κόψει ξύλα
- (μόνο στον ενικό) η άσκηση βίας εναντίον ανθρώπου ή ζώου· ξυλοκόπημα, βιαιοπραγία
- παλιότερα το ξύλο ήταν μια αποδεκτή μορφή τιμωρίας για τα παιδιά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- επί ξύλου κρεμάμενος: (μεταφορικά) φτωχός, χωρίς κανένα οικονομικό απόθεμα και χωρίς προσδοκία βοήθειας από πουθενά
- πέφτει ξύλο: γίνεται ξυλοδαρμός
- σπάω στο ξύλο, τον μαυρίζω στο ξύλο, του τραβάω ένα ξύλο, του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλο → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
- το ξύλο της αρκούδας: πάρα πολύ ξύλο, ξυλοδαρμός
- τουλουμιάζω στο ξύλο
- χτύπα ξύλο: χρησιμοποιείται ως προτροπή από κάτι κακό που μόλις έχει ειπωθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υλικό
|
σωματική τιμωρία