νεοελληνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]νεοελληνικά < νεοελληνικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νεοελληνικά | ||
γενική | των | νεοελληνικών | ||
αιτιατική | τα | νεοελληνικά | ||
κλητική | νεοελληνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
νεοελληνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η νέα ελληνική γλώσσα → δείτε τις λέξεις νέα ελληνικά και ελληνικά
- έχει μελετήσει αρχαία ελληνικά, αλλά και τα νεοελληνικά του είναι πολύ καλά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεοελληνικά
→ δείτε τη λέξη νέα ελληνικά |
Επίρρημα
[επεξεργασία]νεοελληνικά
- με νεοελληνικό τρόπο, σύμφωνα με τη σημερινή μορφή της ελληνικής γλώσσας
- ας το πούμε νεοελληνικά και όχι καθαρευουσιάνικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]νεοελληνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νεοελληνικό