λόγιο ενδογενές δάνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]λόγιο ενδογενές δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) το λόγιο πλάσιμο νέας λέξης ή όρου σε κάποια γλώσσα με λέξεις ή όρους δανεισμένους από προηγούμενη ή άλλη φάση της γλώσσας
- Η ελληνική λέξη τηλέφωνο είναι λόγιο ενδογενές δάνειο από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις τῆλε και φωνή μέσω της γαλλικής λέξης téléphone
- ※ Λέξεις σχηματισμένες σε ξένες γλώσσες (συνήθως ως επιστημονικοί όροι) με συστατικά της αποδέκτριας γλώσσας, αλλά όχι πάντοτε σύμφωνα με τους νόμους παραγωγής και συνθέσεως της τελευταίας. Η κατηγορία αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελληνική, στην οποία αφθονούν οι ελληνογενείς ξένοι όροι (π.χ. πλήθος συνθέτων σε ‑λογία, ‑αλγία, ‑μανία, ‑μετρία κτλ. συχνά η απόδοση δεν είναι απολύτως βέβαιη [...]
- Μωυσιάδης, Θεόδωρος. Ετυμολογία: εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα, 2005. σελ.190.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ελληνογενής ξένος όρος
- γλωσσικό δάνειο: για τους λοιπούς γλωσσολογικούς όρους που σχετίζονται με τα γλωσσικά δάνεια
- Λόγια ενδογενή δάνεια στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λόγιο ενδογενές δάνειο
|