λιανοτράγουδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιανοτράγουδο < λιαν(ός) + -ο- + τραγούδ(ι) + -ο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʎa.noˈtɾa.ɣu.ðo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιανοτράγουδο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιανοτράγουδο
|