καύσων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καύσων αρσενικό



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καύσων οἱ καύσωνες
      γενική τοῦ καύσωνος τῶν καυσώνων
      δοτική τῷ καύσων τοῖς καύσωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν καύσων τοὺς καύσωνᾰς
     κλητική ! καύσων καύσωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καύσωνε
γεν-δοτ τοῖν  καυσώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
καύσων (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θέμα καυσ (αρχαία ελληνική καίω, όπως στον αόριστο ἔκαυσα) [1] + -ων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καύσων, -ωνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. καύσωνας, καύσος
     συνώνυμα: καύσων, καῦσος, καῦμα
  2. (ιατρική) καύσος
     συνώνυμα: καῦσος
  3. (φυτό) αγκαθωτό φυτό (Acacia tortilis)
     συνώνυμα: διψάς

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
καύσων: μετοχή, κλιτικός τύπος

Μετοχή

[επεξεργασία]
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καύσων καύσουσ τὸ καῦσον
      γενική τοῦ καύσοντος τῆς καυσούσης τοῦ καύσοντος
      δοτική τῷ καύσοντ τῇ καυσούσ τῷ καύσοντ
    αιτιατική τὸν καύσοντ τὴν καύσουσᾰν τὸ καῦσον
     κλητική ! καύσων καύσουσ καῦσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καύσοντες αἱ καύσουσαι τὰ καύσοντ
      γενική τῶν καυσόντων τῶν καυσουσῶν τῶν καυσόντων
      δοτική τοῖς καύσουσῐ(ν) ταῖς καυσούσαις τοῖς καύσουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς καύσοντᾰς τὰς καυσούσᾱς τὰ καύσοντ
     κλητική ! καύσοντες καύσουσαι καύσοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καύσοντε τὼ καυσούσ τὼ καύσοντε
      γεν-δοτ τοῖν καυσόντοιν τοῖν καυσούσαιν τοῖν καυσόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

καύσων, -ουσα, -ον

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καύσων αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]


Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «καύσωνας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.