κατανυκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατανυκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατανυκτικός (που κεντάει την καρδιά) < κατανύσσω < κατα- + αρχαία ελληνική νύσσω
- Η σύγχονη σημασία, μεσαιωνική.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.ni.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐νυ‐κτι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]κατανυκτικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κατανυκτικά
- κατανυκτικό
- κατανυκτικότητα
- κατανυκτικώς
- → και δείτε τη λέξη κατάνυξη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατανυκτικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κατάνυξη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κατανυκτικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που κεντάει την καρδιά
Πηγές
[επεξεργασία]- κατανυκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)