γκραφίτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκραφίτι < (άμεσο δάνειο) αγγλική graffiti

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκραφίτι ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]