γα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γα ουδέτερο άκλιτο
- (βυζαντινή μουσική) ο τρίτος φθόγγος της βυζαντινής μουσικής κλίμακας που αποτελείται από εφτά, συνολικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μόριο
[επεξεργασία]γα
- δωρικός τύπος του γε
- βοιωτικός τύπος του γε
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μόρια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Βοιωτική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)