βαφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βαφικά | ||
γενική | των | βαφικών | ||
αιτιατική | τα | βαφικά | ||
κλητική | βαφικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαφικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαφικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα κατάλληλα υλικά και σύνεργα που χρησιμοποιεί κάποιος ηθοποιός, προκειμένου να βαφτεί για μια παράσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βαφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαφικό