αλλότροπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλότροπο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλλότροπο ουδέτερο
- το ίδιο χημικό στοιχείο σε μία από τις πιθανές δομές που σχηματίζει
- Ο όρος αλλότροπα αφορά χαρακτηρισμό χημικών στοιχείων.
- Συγκεκριμένα, αλλότροπα στοιχεία ονομάζονται όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία εμφανίζονται με περισσότερες της μιας φυσικές μορφές, αφού τα άτομά τους συνδυάζονται με ποικίλους τρόπους.
- Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σκληρό διαμάντι και ο μαλακός γραφίτης που θεωρούνται αλλότροπα του άνθρακα. Παρότι και τα δύο χημικά αυτά στοιχεία αποτελούνται μόνο από άτομα του άνθρακα, εντούτοις εμφανίζονται με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες.[1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αλλότροπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλλότροπο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αλλότροπο (en)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αλλότροπος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλλότροπος