Αληφακιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αληφακιώτισσα < Αληφακιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.li.faˈco.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λη‐φα‐κιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αληφακιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό, σπάνιο) θηλυκό του Αληφακιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Αλήφακα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αληφακιώτης
Αληφακιώτισσα
|